- ζεφυρόπνευστος
- ζεφυρόπνευστος, -η, -ον (Μ)(για μουσικό όργανο) αυτός που αποδίδει ελαφρούς, ευχάριστους ήχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + -πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό-πνευστος, πυρί-πνευστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.